- Ἀσιατογενής
- Ἀσιᾱτογενής, ές,A of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασιατογενής — ἀσιατογενής, ές (Α) ο ασιατικής καταγωγής … Dictionary of Greek
Ἀσιατογενής — Ἀσιᾱτογενής , Ἀσιατογενής of Asian birth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek